διαφεντευτής

διαφεντευτής
koruyucu, koruyan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαφεντευτής — ο ο υπερασπιστής, ο προστάτης: Μετά το θάνατο του αδελφού του, έγινε διαφεντευτής των ανιψιών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφεντευτής — ο (θηλ. εύτρα, η) και διαυθεντευτής προστάτης, υπερασπιστής …   Dictionary of Greek

  • διαυθεντευτής — ο διαφεντευτής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”